ανισόμετρος

希腊语

编辑

词源

编辑

ανισό- (anisó-, 不相等) +‎ μέτρο (métro, 测量)

形容词

编辑

ανισόμετρος (anisómetrosm (阴性 ανισόμετρη,中性 ανισόμετρο)

  1. 对称

变格

编辑