ανισόμετρος
希腊语 编辑
词源 编辑
ανισό- (anisó-, “不相等”) + μέτρο (métro, “测量”)
形容词 编辑
ανισόμετρος (anisómetros) m (阴性 ανισόμετρη,中性 ανισόμετρο)
- 不对称的
变格 编辑
ανισόμετρος 的变格
数 格 / 性 |
单数 | 复数 | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
阳性 | 阴性 | 中性 | 阳性 | 阴性 | 中性 | |
主格 | ανισόμετρος • | ανισόμετρη • | ανισόμετρο • | ανισόμετροι • | ανισόμετρες • | ανισόμετρα • |
属格 | ανισόμετρου • | ανισόμετρης • | ανισόμετρου • | ανισόμετρων • | ανισόμετρων • | ανισόμετρων • |
宾格 | ανισόμετρο • | ανισόμετρη • | ανισόμετρο • | ανισόμετρους • | ανισόμετρες • | ανισόμετρα • |
呼格 | ανισόμετρε • | ανισόμετρη • | ανισόμετρο • | ανισόμετροι • | ανισόμετρες • | ανισόμετρα • |