αντίστοιχο

希腊语

编辑

词源

编辑

形容词αντίστοιχος (antístoichos)的中性名词化。

发音

编辑

名词

编辑

αντίστοιχο (antístoichon (复数 αντίστοιχα)

  1. 对应物,等价物

变格

编辑

相关词汇

编辑

形容词

编辑

αντίστοιχο (antístoicho)

  1. αντίστοιχος (antístoichos)宾格单数阳性形式。
  2. αντίστοιχος (antístoichos)主格宾格呼格单数中性形式。

延伸阅读

编辑