αντιαεροπορικός
希腊语
编辑形容词
编辑αντιαεροπορικός (antiaeroporikós) m (阴性 αντιαεροπορική,中性 αντιαεροπορικό)
- 防空的
变格
编辑 αντιαεροπορικός 的变格
相关词汇
编辑- αντιαεροπορικά n 复 (antiaeroporiká, “高射炮,防空炮”)
αντιαεροπορικός (antiaeroporikós) m (阴性 αντιαεροπορική,中性 αντιαεροπορικό)