αντιβράχιο

希腊语

编辑

名词

编辑

αντιβράχιο (antivráchion (复数 αντιβράχια)

  1. (解剖学) 前臂
    近义词: αντιβραχίονας (antivrachíonas)πήχης (píchis)

变格

编辑

同类词汇

编辑

拓展阅读

编辑