αντιφάρμακο

希腊语

编辑

名词

编辑

αντιφάρμακο (antifármakon (复数 αντιφάρμακα)

  1. 解毒剂
    近义词:αντίδοτο (antídoto)

变格

编辑

相关词汇

编辑

拓展阅读

编辑