απέθαντος

希腊语

编辑

形容词

编辑

απέθαντος (apéthantosm (阴性 απέθαντη,中性 απέθαντο)

  1. 永生的,不死的,不朽
    近义词:αθάνατος (athánatos)

变格

编辑

相关词汇

编辑