希腊语 编辑

词源 编辑

αρνί (arní) +‎ -άκι (-áki)

名词 编辑

αρνάκι (arnákin (复数 αρνάκια)

  1. αρνί (arní, 小绵羊,羊羔)指小词

变格 编辑

同类词汇 编辑