αρσενικός
希腊语 编辑
词源 编辑
源自古希腊语 ἀρσενικός (arsenikós, “男性的,雄性的”)。
形容词 编辑
αρσενικός (arsenikós) m (阴性 αρσενική 或 αρσενικιά,中性 αρσενικό)
变格 编辑
αρσενικός 的变格
Template:El-decl-adj-ός-ιά-ή-ό
数 格 / 性 |
单数 | 复数 | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
阳性 | 阴性 | 中性 | 阳性 | 阴性 | 中性 |
近义词 编辑
- αρσ. (ars.) (缩写)
同类词汇 编辑
相关词汇 编辑
- άρρενας (árrenas)
参见 编辑
拓展阅读 编辑
- αρσενικός in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.