αρσιβαρίστας

希腊语 编辑

名词 编辑

αρσιβαρίστας (arsivarístasm (复数 αρσιβαρίστες,阴性 αρσιβαρίστρια)

  1. 举重运动员

变格 编辑

相关词汇 编辑

拓展阅读 编辑