αυστριακός
参见:Αυστριακός
希腊语
编辑形容词
编辑αυστριακός (afstriakós) m (阴性 αυστριακή,中性 αυστριακό)
- 奥地利的
变格
编辑 αυστριακός 的变格
数 格 / 性 |
单数 | 复数 | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
阳性 | 阴性 | 中性 | 阳性 | 阴性 | 中性 | |
主格 | αυστριακός | αυστριακή | αυστριακό | αυστριακοί | αυστριακές | αυστριακά |
属格 | αυστριακού | αυστριακής | αυστριακού | αυστριακών | αυστριακών | αυστριακών |
宾格 | αυστριακό | αυστριακή | αυστριακό | αυστριακούς | αυστριακές | αυστριακά |
呼格 | αυστριακέ | αυστριακή | αυστριακό | αυστριακοί | αυστριακές | αυστριακά |
相关词汇
编辑- 参见:Αυστρία f (Afstría, “奥地利”)