αυτοκρατορικό

希腊语

编辑

形容词

编辑

αυτοκρατορικό (aftokratorikó)

  1. αυτοκρατορικός (aftokratorikós)宾格单数阳性形式。
  2. αυτοκρατορικός (aftokratorikós)主格单数中性形式。
  3. αυτοκρατορικός (aftokratorikós)宾格单数中性形式。
  4. αυτοκρατορικός (aftokratorikós)呼格单数中性形式。