βεβαιότερος

古希腊语

编辑

发音

编辑
 

形容词

编辑

βεβαιότερος (bebaióterosm (阴性 βεβαιοτέρᾱ,中性 βεβαιότερον); 第一类/第二类

  1. βέβαιος (bébaios)比较级

变格

编辑