βιολιστής

希腊语

编辑

词源

编辑

βιολί (violí, 小提琴) +‎ -ιστής (-istís)

名词

编辑

βιολιστής (violistísm (复数 βιολιστές,阴性 βιολίστρια βιολονίστρια)

  1. 小提琴手

变格

编辑

近义词

编辑