希腊语

编辑

词源

编辑

继承自中世纪中古希腊语 βουνό, βουνόν (bounó, bounón),音变自古希腊语 βουνός m (bounós, ),源头不明,可能与ὄρος (óros, )来源相同。[1]很不可能与βουβών (boubṓn)有关。[2]

发音

编辑

名词

编辑

βουνό (vounón (复数 βουνά)

  1. Το όρος Έβερεστ είναι το ψηλότερο βουνό της οροσειράς των Ιμαλαΐων.
    To óros Éverest eínai to psilótero vounó tis oroseirás ton Imalaḯon.
    珠穆朗玛峰是喜马拉雅山脉最高山峰
  2. 山村山区乡间
  3. (比喻义) 堆积如山工作

使用注意

编辑
  • βουνό (vounó) 是“山”的通称,用于地名时多作όρος (óros)

变格

编辑

相关词汇

编辑

近义词

编辑

参考资料

编辑
  1. βουνό in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.
  2. Template:R:Babiniotis 2010