首页
随机
登录
设置
资助
关于维基词典
免责声明
搜索
γέλιο
语言
监视
编辑
目录
1
希腊语
1.1
名词
1.1.1
变格
1.1.2
相关词汇
希腊语
编辑
名词
编辑
γέλιο
(
gélio
)
n
(复数
γέλια
)
笑声
,
欢笑
变格
编辑
γέλιο的变格
单数
复数
主格
γέλιο
•
γέλια
•
属格
γέλιου
•
γέλιων
•
宾格
γέλιο
•
γέλια
•
呼格
γέλιο
•
γέλια
•
相关词汇
编辑
γελώ
(
geló
,
“
笑,大笑
”
)
γέλωτας
m
(
gélotas
,
“
笑声
”
)