希腊语 编辑

词源 编辑

源自中古希腊语 γαλάζιος (galázios),源自通用希腊语 κάλαϊς (kálaïs)

形容词 编辑

γαλάζιος (galáziosm (阴性 γαλάζια,中性 γαλάζιο)

  1. 天蓝色

变格 编辑

近义词 编辑

相关词汇 编辑