γαλατάδικο

希腊语

编辑

词源

编辑

γάλα (gála, 奶,乳) +‎ -άδικο (-ádiko, 商店)

名词

编辑

γαλατάδικο (galatádikon (复数 γαλατάδικα)

  1. 乳品

变格

编辑

近义词

编辑

相关词汇

编辑