γαλοπούλα

希腊语

编辑

词源

编辑

源自γάλος (gálos, 雄火鸡) +‎ -πούλα (-poúla, 阴性后缀)。参见πουλί (poulí, )

发音

编辑

名词

编辑

γαλοπούλα (galopoúlaf (复数 γαλοπούλες)

  1. 火鸡

变格

编辑

相关词汇

编辑

参见

编辑