γραμμόφωνο

希腊语 编辑

名词 编辑

γραμμόφωνο (grammófonon (复数 γραμμόφωνα)

  1. (媒体) 留声机电唱机

变格 编辑

近义词 编辑

参见 编辑

拓展阅读 编辑