首页
随机
登录
设置
资助
关于维基词典
免责声明
搜索
δέντρο
语言
监视
编辑
目录
1
希腊语
1.1
其他写法
1.2
词源
1.3
发音
1.4
名词
1.4.1
变格
1.4.2
相关词汇
1.4.3
拓展阅读
希腊语
编辑
其他写法
编辑
δένδρο
(
déndro
)
词源
编辑
源自
古希腊语
δένδρον
(
déndron
,
“
树
”
)
。
发音
编辑
国际音标
(
帮助
)
:
[ˈðe̞n.dro̞]
名词
编辑
δέντρο
(
déntro
)
n
(复数
δέντρα
)
树
Η φλαμουριά είναι ένα ωραίο
δέντρο
.
I flamouriá eínai éna oraío
déntro
.
这棵椴树真漂亮。
树状图
γενεαλογικό
δέντρο
―
genealogikó
déntro
―
家谱
变格
编辑
δέντρο的变格
单数
复数
主格
δέντρο
•
δέντρα
•
属格
δέντρου
•
δέντρων
•
宾格
δέντρο
•
δέντρα
•
呼格
δέντρο
•
δέντρα
•
相关词汇
编辑
δάσος
n
(
dásos
,
“
树林
”
)
άδεντρος
(
ádentros
,
“
无树的
”
)
拓展阅读
编辑
δέντρο
在希腊语维基百科上的资料。
维基百科
el