δεδεγμένος

古希腊语

编辑

发音

编辑
 

分词

编辑

δεδεγμένος (dedegménosm (阴性 δεδειγμένη,中性 δεδειγμένον); 第一类/第二类

  1. δέχομαι (dékhomai)完成时中动态分词
  2. δεδειγμένος (dedeigménos)爱奥尼亚写法δείκνυμι (deíknumi)完成时中动态分词

变格

编辑