希腊语

编辑

词源1

编辑

形容词

编辑

διάμεσος (diámesosm (阴性 διάμεση,中性 διάμεσο)

  1. 中间
变格
编辑

名词

编辑

διάμεσος (diámesosf (复数 διάμεσοι)

  1. (统计学数学) 中位数
  2. (几何学) 中位线
变格
编辑

词源2

编辑

名词

编辑

διάμεσος (diámesosm (复数 διάμεσοι)

  1. 中间人
    近义词: ενδιάμεσος (endiámesos)
变格
编辑