διεσπαρμένος

古希腊语 编辑

发音 编辑

 

分词 编辑

δῐεσπαρμένος (diesparménosm (阴性 δῐεσπαρμένη,中性 δῐεσπαρμένον); 第一类/第二类

  1. διασπείρω (diaspeírō)完成时中动态分词

变格 编辑