δολοφόνος

希腊语

编辑

名词

编辑

δολοφόνος (dolofónosm f (复数 δολοφόνοι,阴性 δολοφόνισσα)

  1. 杀手凶手
  2. 刺客
  3. 致人死亡事物

变格

编辑

相关词汇

编辑
参见:δολοφονία f (dolofonía, 杀人,谋杀)