源自中古希腊语 δόντιν (dóntin)、δόντιον (dóntion),源自古希腊语 *ὀδόντιον (*odóntion),ὀδούς, ὀδόντος (odoús, odóntos)的指小词,源自原始印欧语 *h₃dónts (“牙齿”)。
δόντι (dónti) n (复数 δόντια)