希腊语

编辑

词源

编辑

源自中古希腊语 δόντιν (dóntin)δόντιον (dóntion),源自古希腊语 *ὀδόντιον (*odóntion)ὀδούς, ὀδόντος (odoús, odóntos)的指小词,源自原始印欧语 *h₃dónts (牙齿)

发音

编辑

名词

编辑

δόντι (dóntin (复数 δόντια)

  1. (解剖学) 牙齿
  2. 长牙
  3. 蒜瓣

变格

编辑

近义词

编辑