εθνικισμός
希腊语
编辑名词
编辑εθνικισμός (ethnikismós) m (复数 εθνικισμοί)
变格
编辑εθνικισμός的变格
单数 | 复数 | |
---|---|---|
主格 | εθνικισμός • | εθνικισμοί • |
属格 | εθνικισμού • | εθνικισμών • |
宾格 | εθνικισμό • | εθνικισμούς • |
呼格 | εθνικισμέ • | εθνικισμοί • |
相关词汇
编辑- έθνος n (éthnos, “国家”)