εκσπερμάτιση

希腊语

编辑

名词

编辑

εκσπερμάτιση (ekspermátisif

  1. (生理学) 射精
    近义词:εκσπερμάτωση (ekspermátosi)εκσπερματισμός (ekspermatismós)

变格

编辑