ελάφι
希腊语
编辑其他写法
编辑- αλάφι n (aláfi)
词源
编辑源自古希腊语 ἐλάφιον (eláphion),ἔλαφος (élaphos)的指小词。
发音
编辑名词
编辑ελάφι (eláfi) n (复数 ελάφια)
- 马鹿 (Cervus elaphus)
- 雄鹿
- 鹿肉
变格
编辑同类词汇
编辑- τάρανδος m (tárandos, “驯鹿”)
派生词
编辑- λάφι n (láfi, “鹿”) 〈口〉
- ελαφίνα f (elafína, “雌鹿”)
- ελαφάκι n (elafáki, “小鹿”)
- ελαφηβόλος m 或 f (elafivólos, “猎鹿人”)
- ελαφήσιος (elafísios, 形容词)
相关词汇
编辑- αλαφιάζω (alafiázo, “奔逃”)