ελληνικές

希腊语

编辑

形容词

编辑

ελληνικές (ellinikés)

  1. ελληνικός (ellinikós)主格复数阴性形式。
  2. ελληνικός (ellinikós)宾格复数阴性形式。
  3. ελληνικός (ellinikós)呼格复数阴性形式。