ενεχυροδανειστήριο

希腊语

编辑

名词

编辑

ενεχυροδανειστήριο (enechyrodaneistírion (复数 ενεχυροδανειστήρια)

  1. 当铺

变格

编辑

相关词汇

编辑
参见:ενεχυριάζω (enechyriázo, 抵押)