επιδερμίδα

希腊语

编辑

词源

编辑

源自古希腊语 ἐπιδερμίς (epidermís),源自ἐπί (epí, 在……的顶部) + δέρμα (dérma, 皮肤)

名词

编辑

επιδερμίδα (epidermídaf (复数 επιδερμίδες)

  1. (解剖学) 表皮
  2. (泛指) 皮肤

变格

编辑

相关词汇

编辑

拓展阅读

编辑