εταιρεία
希腊语
编辑词源
编辑源自古希腊语 ἑταιρεία (hetaireía, “协会;兄弟会”)。
其他写法
编辑- εταιρία f (etairía)
名词
编辑εταιρεία (etaireía) f (复数 εταιρείες)
- 协会;学会
- (金融) 公司
- Η αξιολόγηση διεξήχθη από την Επιτροπή υποβοηθούµενη από εξωτερική εταιρεία συµβούλων.
- I axiológisi diexíchthi apó tin Epitropí ypovoïthoúµeni apó exoterikí etaireía syµvoúlon.
- 委员会在一家外部咨询公司的帮助下作了评估。
变格
编辑εταιρεία的变格
派生词
编辑- αεροπορική εταιρεία f (aeroporikí etaireía, “航空公司”)
- ανώνυμη εταιρεία f (anónymi etaireía, “有限公司”)
- εταιρεία περιορισμένης ευθύνης f (etaireía periorisménis efthýnis, “有限责任公司”)