εἰδόμενος

古希腊语

编辑

发音

编辑
 

分词

编辑

εἰδόμενος (eidómenosm (阴性 εἰδομένη,中性 εἰδόμενον); 第一类/第二类

  1. εἴδομαι (eídomai)现在时中间态分词

变格

编辑