ηλικιωμένος
参见:ἡλικιωμένος
希腊语
编辑发音
编辑词源1
编辑完成分词ηλικιωμένος的阳性名词化形式。
名词
编辑ηλικιωμένος (ilikioménos) m (复数 ηλικιωμένοι,阴性 ηλικιωμένη)
- (礼貌) 老人,长者
- Θέσεις για ηλικιωμένους και αναπήρους.
- Théseis gia ilikioménous kai anapírous.
- 老人及残疾人专用座。
- 近义词:(不礼貌) γέρος (géros)
反义词
编辑- νέος m (néos)
词源2
编辑ηλικιώνομαι (ilikiónomai) 的完成分词,源自中世纪中古希腊语 ἡλικιώνω (hēlikiṓnō, “成熟”)。
分词
编辑ηλικιωμένος (ilikioménos) m (阴性 ηλικιωμένη,中性 ηλικιωμένο)
- (礼貌) 年老的(一般指70岁以上)
- Ήταν πολύ ηλικιωμένος, υπερήλικας, πάνω από 90.
- Ítan polý ilikioménos, yperílikas, páno apó 90.
- 他很老了,非常老,九十岁以上了。
变格
编辑 ηλικιωμένος 的变格
数 格 / 性 |
单数 | 复数 | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
阳性 | 阴性 | 中性 | 阳性 | 阴性 | 中性 | |
主格 | ηλικιωμένος • | ηλικιωμένη • | ηλικιωμένο • | ηλικιωμένοι • | ηλικιωμένες • | ηλικιωμένα • |
属格 | ηλικιωμένου • | ηλικιωμένης • | ηλικιωμένου • | ηλικιωμένων • | ηλικιωμένων • | ηλικιωμένων • |
宾格 | ηλικιωμένο • | ηλικιωμένη • | ηλικιωμένο • | ηλικιωμένους • | ηλικιωμένες • | ηλικιωμένα • |
呼格 | ηλικιωμένε • | ηλικιωμένη • | ηλικιωμένο • | ηλικιωμένοι • | ηλικιωμένες • | ηλικιωμένα • |
衍生 | 比较级:πιο + 肯定形(如 πιο ηλικιωμένος) 相对最高级:定冠词 + πιο + 肯定形(如 ο πιο ηλικιωμένος) |
近义词
编辑- γερασμένος (gerasménos)
- γέρος (géros, 名词&形容词) (不礼貌)
反义词
编辑- νέος (néos)
相关词汇
编辑- ηλικιώνομαι (ilikiónomai, “成长,成熟,衰老”)