θερμότητα

希腊语

编辑

词源

编辑

源自古希腊语 θερμότης (thermótēs),等同于θερμός (thermós, 热的,温暖的) +‎ -ότητα (-ótita)

名词

编辑

θερμότητα (thermótitaf (不可数)

  1. 温暖
  2. (物理学) 热量
  3. (比喻义) 亲切友善

变格

编辑

近义词

编辑

派生词

编辑

拓展阅读

编辑