首页
随机
登录
设置
资助
关于维基词典
免责声明
搜索
ιχθυόσκαλα
语言
监视
编辑
希腊语
编辑
名词
编辑
ιχθυόσκαλα
(
ichthyóskala
)
f
(复数
ιχθυόσκαλες
)
渔港
参见
编辑
επίνειο
n
(
epíneio
,
“
海港,避风港
”
)
λιμάνι
n
(
limáni
,
“
港口
”
)
λίμνη
f
(
límni
,
“
湖
”
)
νεώριο
n
(
neório
,
“
干船坞
”
)