καθιστάμενος

古希腊语 编辑

发音 编辑

 

分词 编辑

κᾰθιστάμενος (kathistámenosm (阴性 κᾰθιστᾰμένη,中性 κᾰθιστάμενον); 第一类/第二类

  1. καθίστημι (kathístēmi)现在时中间态分词

变格 编辑