καθρέφτης

希腊语

编辑

其他写法

编辑

词源

编辑

源自中古希腊语 καθρέφτης (kathréphtēs)καθρέπτης (kathréptēs),源自通用希腊语 κάθοπτρον (káthoptron),源自古希腊语 κάτοπτρον (kátoptron)。对比借词κάτοπτρο (kátoptro)

名词

编辑

καθρέφτης (kathréftism (复数 καθρέφτες)

  1. 镜子
  2. 镜面

变格

编辑

近义词

编辑

拓展阅读

编辑