κατ' αντιδιαστολή προς

希腊语 编辑

介词 编辑

κατ' αντιδιαστολή προς (kat' antidiastolí pros)

  1. 相对于、与…对比、与…相比之下
    ευρωπαϊκό δίκαιο κατ' αντιδιαστολή προς το βρετανικό δίκαιο
    evropaïkó díkaio kat' antidiastolí pros to vretanikó díkaio
    欧洲法律相对于英国法律
  2. 反对