κβαντικός

希腊语

编辑

词源

编辑

源自 κβάντο n (kvánto, 量子),经由英语 quantum (),源自拉丁语 quantum (和……一样多)

形容词

编辑

κβαντικός (kvantikósm (阴性 κβαντική,中性 κβαντικό)

  1. 量子
    κβαντική ηλεκτροδυναμικήkvantikí ilektrodynamikí量子电动力学

变格

编辑

相关词汇

编辑