κεφαλαιοκρατία

希腊语

编辑

词源

编辑

源自κεφάλαιο (kefálaio, 资本,金钱) +‎ -κρατία (-kratía)仿译法语 capitalisme。最早见于1887年。

名词

编辑

κεφαλαιοκρατία (kefalaiokratíaf (不可数)

  1. 资本主义

变格

编辑

近义词

编辑

相关词汇

编辑

拓展阅读

编辑