κινητό τηλέφωνο

希腊语

编辑

名词

编辑

κινητό τηλέφωνο (kinitó tiléfonon (复数 κινητά τηλέφωνα)

  1. (通讯) 手机移动电话行动电话

近义词

编辑

参见

编辑

拓展阅读

编辑