首页
随机
登录
设置
资助
关于维基词典
免责声明
搜索
κλάμα
语言
监视
编辑
目录
1
希腊语
1.1
名词
1.1.1
变格
1.1.2
相关词汇
希腊语
编辑
名词
编辑
κλάμα
(
kláma
)
n
哭泣
,
流泪
变格
编辑
κλάμα的变格
单数
复数
主格
κλάμα
•
κλάματα
•
属格
κλάματος
•
κλαμάτων
•
宾格
κλάμα
•
κλάματα
•
呼格
κλάμα
•
κλάματα
•
相关词汇
编辑
κλαίω
(
klaío
)