κοινωνία
希腊语 编辑
词源 编辑
发音 编辑
名词 编辑
κοινωνία (koinonía) f (复数 κοινωνίες)
- 社区
- σοσιαλιστική κοινωνία ― sosialistikí koinonía ― 社会主义社区
- κλειστή κοινωνία ― kleistí koinonía ― 封闭社区
- 社会,社群
- η κοινωνία της αφθονίας ― i koinonía tis afthonías ― 富裕社会
- (基督教) 圣餐
- Θεία κοινωνία ― Theía koinonía ― 圣餐
变格 编辑
κοινωνία的变格
相关词汇 编辑
- κοινωνώ (koinonó, “领圣餐;给圣餐”)
- κοινωνιολογία (koinoniología, “社会学”)