首页
随机
登录
设置
资助
关于维基词典
免责声明
搜索
κονσέρβα
语言
监视
编辑
希腊语
编辑
名词
编辑
κονσέρβα
(
konsérva
)
f
(复数
κονσέρβες
)
罐头
罐头
包装
法
(
比喻义
)
预先
录制
好的
电视
节目
变格
编辑
κονσέρβα的变格
单数
复数
主格
κονσέρβα
•
κονσέρβες
•
属格
κονσέρβας
•
κονσερβών
•
宾格
κονσέρβα
•
κονσέρβες
•
呼格
κονσέρβα
•
κονσέρβες
•