κοσμιότητα
希腊语
编辑词源
编辑古典借词,源自古希腊语 κοσμιότης (kosmiótēs),等价于 κόσμιος (kósmios, “体面的,得体的,恰当的”) + -ότητα (-ótita, 名词化后缀)。
名词
编辑κοσμιότητα (kosmiótita) f (复数 κοσμιότητες)
变格
编辑κοσμιότητα的变格
单数 | 复数 | |
---|---|---|
主格 | κοσμιότητα • | κοσμιότητες • |
属格 | κοσμιότητας • | κοσμιοτήτων • |
宾格 | κοσμιότητα • | κοσμιότητες • |
呼格 | κοσμιότητα • | κοσμιότητες • |
参考资料
编辑- κοσμιότητα in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.
- Template:R:Stavropoulos 2008