首页
随机
登录
设置
资助
关于维基词典
免责声明
搜索
κοτόπουλο
语言
监视
编辑
目录
1
希腊语
1.1
发音
1.2
名词
1.2.1
变格
1.2.2
近义词
希腊语
编辑
发音
编辑
国际音标
(
帮助
)
:
/kɔˈtɔpulɔ/
断字:
κο‧τό‧που‧λο
名词
编辑
κοτόπουλο
(
kotópoulo
)
n
(复数
κοτόπουλα
)
小
母鸡
鸡肉
变格
编辑
κοτόπουλο的变格
单数
复数
主格
κοτόπουλο
•
κοτόπουλα
•
属格
κοτόπουλου
•
κοτόπουλων
•
宾格
κοτόπουλο
•
κοτόπουλα
•
呼格
κοτόπουλο
•
κοτόπουλα
•
近义词
编辑
κότα
f
(
kóta
,
“
母鸡,鸡
”
)