κουνούπι
希腊语
编辑词源
编辑源自中古希腊语 κουνούπιον (kounoúpion),源自通用希腊语 κωνώπιον (kōnṓpion),源自古希腊语 κώνωψ (kṓnōps, “蚊子”),源头可能为埃及语 [需要文字] (hams, “蚋,蠓”)。[1]
名词
编辑κουνούπι (kounoúpi) n (复数 κουνούπια)
- 蚊子
- τσίμπημα κουνουπιού ― tsímpima kounoupioú ― 蚊子叮咬
变格
编辑κουνούπι的变格
单数 | 复数 | |
---|---|---|
主格 | κουνούπι • | κουνούπια • |
属格 | κουνουπιού • | κουνουπιών • |
宾格 | κουνούπι • | κουνούπια • |
呼格 | κουνούπι • | κουνούπια • |
相关词汇
编辑- κουνουπιέρα f (kounoupiéra, “蚊帐”)