首页
随机
登录
设置
资助
关于维基词典
免责声明
搜索
κράμα
语言
监视
编辑
目录
1
希腊语
1.1
名词
1.1.1
变格
1.1.2
参见
希腊语
编辑
名词
编辑
κράμα
(
kráma
)
n
(复数
κράματα
)
(
冶金学
)
合金
混合
变格
编辑
κράμα的变格
单数
复数
主格
κράμα
•
κράματα
•
属格
κράματος
•
κραμάτων
•
宾格
κράμα
•
κράματα
•
呼格
κράμα
•
κράματα
•
参见
编辑
αμάλγαμα
n
(
amálgama
,
“
汞齐
”
)