λεξικογραφία

希腊语

编辑

名词

编辑

λεξικογραφία (lexikografían (不可数)

  1. 辞书学

变格

编辑

相关词汇

编辑
  • 参见:λέξη f (léxi, 词语)

拓展阅读

编辑