λεξικογραφία
希腊语
编辑名词
编辑λεξικογραφία (lexikografía) n (不可数)
变格
编辑λεξικογραφία (lexikografía)的变格
单数 | |
---|---|
主格 | λεξικογραφία • |
属格 | λεξικογραφίας • |
宾格 | λεξικογραφία • |
呼格 | λεξικογραφία • |
相关词汇
编辑- 参见:λέξη f (léxi, “词语”)
拓展阅读
编辑- λεξικογραφία在希腊语维基百科上的资料。维基百科 el